Перевод: со всех языков на русский

καβάλα έφιππος

Ничего не найдено.

Попробуйте поискать во всех возможных языках

или измените свой поисковый запрос.

См. также в других словарях:

  • έφιππος — η, ο αυτός που ιππεύει, που είναι καβάλα σε ζώο, ο καβαλάρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μοχάμετ Άλι — (Καβάλα 1769 – Αλεξάνδρεια 1849). Αντιβασιλιάς της Αιγύπτου, πατέρας του Ιμπραήμ. Γιος Τουρκαλβανού αγροφύλακα, υιοθετήθηκε από τον φρούραρχο της Καβάλας, ο οποίος και τον έστειλε στην Αίγυπτο, επικεφαλής σώματος Αλβανών, να πολεμήσει εναντίον… …   Dictionary of Greek

  • ιππεύω — (ΑΜ ἱππεύω) [ιππεύς] ανεβαίνω σε άλογο, είμαι έφιππος, καβαλικεύω νεοελλ. 1. κάνω ιππασία, πηγαίνω καβάλα 2. κάθομαι κάπου ιππαστί, καβαλικευτά αρχ. 1. είμαι ιππέας, έφιππος («ἱππεύειν καὶ τοξεύειν καὶ ἀληθίζεσθαι», Ηρόδ.) 2. (για λαούς) έχω τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»